περισκελίδα

περισκελίδα
η / περισκελίς, -ίδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. ένδυμα που περιβάλλει το κάτω μέρος τού κορμού και χωριστά καθένα από τα δύο σκέλη, το πανταλόνι ή παντελόνι
2. φρ. α) «ανδρική περισκελίδα» — το ανδρικό πανταλόνι
β) «στρατιωτική περισκελίδα»
i. μακρύ στρατιωτικό πανταλόνι χρώματος χακί
ii. στρατιωτική κυλότα που φοριέται με μπότες
γ) «εσωτερική περισκελίδα» — το σώβρακο
αρχ.
1. είδος γυναικείου κοσμήματος που φορούσαν σαν βραχιόλι γύρω από τους μηρούς, την κνήμη ή τα σφυρά («τὰς κόρας φορεῑν περισκελίδας», Μέν.)
2. είδος στολίσματος στη βάση ποτηριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισκελής (ΙΙ), κατά τα θηλ. σε -ίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περισκελίδα — η 1. πανταλόνι, βρακί, κιλότα. 2. στους αρχαίους και γυναικείο κόσμημα που φοριόταν σαν βραχιόλι στις κνήμες, το μηρό ή τον αστράγαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • αναξυρίς — (I) ἀναξυρίς ( ίδος), η (AM) (συνήθως στον πληθυντικό) αἱ ἀναξυρίδες στενή περισκελίδα μέχρι τους αστραγάλους, που τή χρησιμοποιούσαν ανατολικοί λαοί (Σκύθες κ.ά). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας κατά τον Ευστάθιο, η λ. παράγεται από το ἀνασύρομαι… …   Dictionary of Greek

  • βρακί — το (Μ βρακίον και βρακίν) [βράκα (Ι)] αντρικό ή γυναικείο εσώρουχο, περισκελίδα, σώβρακο ή κυλότα νεοελλ. Ι. φρ. 1) «τά κανε στο βρακί του», «γέμισε τα βρακιά του» ή «έχεσε τα βρακιά του» φοβήθηκε πολύ ή ένιωσε ανέλπιστη χαρά 2) «αυτοί οι δυο… …   Dictionary of Greek

  • εσώβρακο — και σώβρακο, το εσώρουχο που περιβάλλει το μέρος τού σώματος από τη μέση και κάτω, εσωτερική περισκελίδα, η σκελέα* τών στρατιωτών …   Dictionary of Greek

  • κασσέξ — το άκλ. πολυτελές κάλυμμα που φοριέται σαν μικρή περισκελίδα από γυμνές χορεύτριες ή γυμνούς χορευτές, ακροβάτες και παλαιστές για κάλυψη τών απόκρυφων μερών τού σώματός τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cache sex (< cacher «κρύβω» + sex «φύλο»] …   Dictionary of Greek

  • κοντοβράκι — το εξωτερική κοντή περισκελίδα, βράκα τών χωρικών που φτάνει ώς τα γόνατα ή λίγο πιο κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + βρακί (πρβλ. πανω βράκι)] …   Dictionary of Greek

  • ξεβράκωτος — η, ο [ξεβρακώνω] 1. αυτός που δεν φορά βρακί, περισκελίδα 2. μτφ. πολύ φτωχός 3. ρακένδυτος, κουρελής 4. το θηλ. ως ουσ. η ξεβράκωτη η χωρίς προίκα 5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ξεβράκωτοι τα πλήθη τών φτωχών στρωμάτων που πήραν μέρος στη Γαλλική …   Dictionary of Greek

  • περισκέλια — τὰ, Α 1. η εσωτερική περισκελίδα, το σώβρακο 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «περισκέλια ἃ ἐφόρουν οἱ Ῥωμαῑοι περὶ τὰ σκέλη ἦσαν δὲ κροκοβαφῆ». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκέλος (πρβλ. παρα σκέλια)] …   Dictionary of Greek

  • περισκέλισμα — τὸ, Μ η εσωτερική περισκελίδα, το σώβρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού περισκελίς, κατά τα ουδ. σε ισμα (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”